-
1 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
2 выведение
-я ουδ.1. εξαγωγή, βγάλσιμο, εξάλειψη•выведение пятен το βγάλσιμο των λεκέδων.
2. διαγραφή.3. μετοίκηση.4. αλλαγή. || συμπέρασμα.5. παραγωγή• εκκόλαψη. || δημιουργία ράτσας ζώων.6. ανέγερση, οικοδόμηση, χτίσιμο.7. εξάλειψη, καταστροφή, εξολόθρευση.8. εξαγωγή (πορίσματος, τετραγ. ρίζας κ.τ.τ.). || εξαγωγή, βγάλσιμο, μετάπτωση•выведение спутника на орбиту το βγάλσιμο του σπούτνικ στην τροχιά.
-
3 выведение
1. (уничтожение) η εξόντωση, (сорняков) το ξερίζωμα, (паразитов) η εξουδετέρωση, η θανάτωση 2. (новых пород, сортов) η καλλιέργειαη παραγωγή (νέων ειδών, ποικιλιών)3. (заключения) η εξαγωγή (συμπεράσματος) 4. (на орбиту) η θέση/τοποθέτηση (σε τροχιά) 5. (пятен) о καθαρισμός (των στιγμάτων, λεκέδων) б.(формулы) η εξαγωγή (του τύπου) 7. (ис-ключение из чего-л.) η διαγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выведение
-
4 выемка
1. (извлечение одного из другого) η εξαγωγή 2. (грунта) η εκσκαφή, το ξέχωμα 3. горн. η εξαγωγή 4. (углубление) το κοίλωμα, το βαθούλωμα, η αυλακιά 5. арх. η εγκοπή, το άνοιγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выемка
-
5 извлечение
1. (получение продукта в химической технологии) η απόσπαση, η εξαγωγή 2. (сопутствующего или побочного продукта) η επανάκτηση 3. (удаление) η αφαίρεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извлечение
-
6 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
7 вывоз
-
8 экспорт
-
9 выведение
выведениес1. (искоренение, уничтожение) τό ξερίζωμα (сорняков и т. д.)/ ἡ ἐξόντωση [-ις], ἡ ἐξολόθρευση (паразитов)/ τό ξελεκιασμα, τό καθάρισμα (пятен)·2. (новых пород, сортов) ἡ ζωο-κομία (животных)/ ἡ καλλιέργεια, ἡ φυ-τοκομία (растений)·3. (заключения) ἡ ἐξαγωγή (πορίσματος κ.λ.π):\выведение формулы ἡ ἐξαγωγή τοῦ τύπου· 4.:\выведение на орбиту (спутника, корабля) ἡ τοποθέτηση στήν τροχιά (δορυφόρου, διαστημοπλοίου). -
10 извлечение
извл||ечениес1. (действие) ἡ ἐξαγωγή, τό βγάλσιμο:\извлечениеечение корня мат ἡ ἐξαγωγή τής ρίζας·2. (выдержка) τό ἀπόσπασμα. -
11 вывоз
-а α.1. μεταφορά έξω (σε μεταφ. μέσο)•вывоз детей на дачу μεταφορά των παιδιών στίην εξοχή (θέρετρο).
2. εξαγωγή•вывоз товаров за границу εξαγωγή εμπορευμάτων στο εξωτερικό.
-
12 выемка
-и θ.1. εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκαφή, ξέχωμα•выемка грунта εξαγωγή χωμάτων.
|| ανάλήψη, σήκωμα•выемка денег из банка ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.
2. αφαίρεση, κατάσχεση εγγράφων.3. βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδοχή, εσοχή.(αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. || οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος. || εκχωμάτωση.4. κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπόδημα). -
13 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
14 сбивание
-я ουδ.1. σύνδεση, συνένωση, κάρφωμα•сбивание досок κάρφωμα σανιδιών.
2. εξαγωγή, βγάλσιμο•сбивание масла εξαγωγή βουτύρου (με το χτύπημα του γάλατος).
4. χτύπημα, δάρσιμο (αυγών κ.τ.τ.). -
15 экспорт
-а α.εξαγωγή (εμπορευμάτων, ειδών)•экспорт промышленных товаров εξαγωγή βιομηχανικών εμπορευμάτων.
-
16 экстракционный
επ. (χημ.) της εξαγωγής• εξαγωγικός, για εξαγωγή. || παρμένος με εξαγωγή. -
17 экстракция
-и θ.1. (ιατρ.) εξαγωγή (δοντιού).2. (χημ.) εξαγωγή. -
18 ввод-вывод
вчт. η εισαγωγή-εξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ввод-вывод
-
19 ввоз
(из-за границы) η εισαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввоз
-
20 велыдевание
η εξαγωγή μετάλλων μέσω περιστρεφόμενου κλιβάνου Βελτς (Waelz)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > велыдевание
См. также в других словарях:
ἐξαγωγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἐξαγωγῇ — ἐξαγωγῆι , ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγωγαί — ἐξαγωγή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγήν — ἐξαγωγή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek